- υπεραναβαίνω
- ΜΑ [ἀναβαίνω]1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.)2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» — υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.